- ξεδόντιασμα
- τοτο αποτέλεσμα τού ξεδοντιάζω, η εξαγωγή ή η έλλειψη δοντιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεδόντιασμα — το, ατος βγάλσιμο, σπάσιμο, χάσιμο των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)